- αντίτυπο
- το (AM ἀντίτυπος, -ον) [τύπος]νεοελλ.πανομοιότυπο αντίγραφο εντύπουαρχ.-μσν.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά αντίτυπατα τίμια δώρα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίαςαρχ.1. αυτός που απωθείται, που αποκρούεται από σκληρό σώμα2. φρ. (για το σφυρί και το αμόνι) «τύπος καὶ ἀντίτυπος» — κτύπος και αντίκτυπος3. αυτός που αντηχεί4. αυτός που αντιστοιχεί σε κάποιο πρωτότυπο, όμοιος με το πρωτότυπο5. ό ἀντίτυποςτέλεια απομίμηση6. τὸ ἀντίτυπονκάτι που εντυπώνεται στον νου με ζωηρότητα και ακρίβεια7. αυτός που απωθεί, που αποκρούει κάτι8. σκληρός, ανθεκτικός, σταθερός9. φρ. «οἱ ἐν ἀντιτύποις περίπατοι» — βάδισμα σε σκληρό έδαφος10. ισχυρογνώμων, άκαμπτος, επίμονος11. (για χρώματα) φωτεινός, λαμπρός12. ενάντιος, αντίθετος, αντίπαλος13. (για γεγονότα) ενάντιος14. ο απέναντι.
Dictionary of Greek. 2013.